πονέντες

πονέντες
ο мор. западный ветер, зефир

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "πονέντες" в других словарях:

  • πονέντες — ο, Ν βλ. πουνέντες …   Dictionary of Greek

  • πονέντες — ο και πουνέντες, ο (λ. ιταλ.), δυτικός άνεμος, ζέφυρος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • понент — западный ветер , азовск. (Кузнецов). Из ит. роnеntе запад , откуда и нов. греч. πονέντες, от народнолат. роnеrе заходить (о солнце) ; см. Фасмер, RS 4, 160; Г. Майер, Ngr. Stud. 4, 72 …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • πονεντομαΐστρος — και μπουνεντομαΐστρος, ο, Ν 1. δυτικός, βορειοδυτικός άνεμος, αλλ. σκιρωνοζέφυρος 2. η διεύθυνση από την οποία πνέει ο πονεντομαΐστρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πονέντες + μαΐστρος «βορειοδυτικός άνεμος»] …   Dictionary of Greek

  • στρεβλός — Μικρό νησί κοντά στην Τένεδο, τρία μίλια από το ακρωτήριο Πονέντες. Το νησί Σ. ανήκει στην Τουρκία. * * * ή, ό / στρεβλός, ή, όν, ΝΜΑ 1. συνεστραμμένος, στραβός («στρεβλὸν ὀρθῶσαι κλάδον», Μέν.) 2. μτφ. (για πρόσ.) διεστραμμένος ως προς τον… …   Dictionary of Greek

  • πουνέντες — ο βλ. πονέντες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»